ξεφλουδίζω

ξεφλουδίζω
ξεφλούδισα, ξεφλουδίστηκα, ξεφλουδισμένος
1. αφαιρώ τη φλούδα, αποφλοιώνω: Μ' έγδαρε, με ξεφλούδισε το βόλι (Βαλαωρίτης).
2. μτφ., παίρνω με κάποιον τρόπο τα χρήματα του άλλου, εξαντλώ κάποιον οικονομικά: Τον ξεφλουδίσανε οι δικηγόροι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεφλουδίζω — ξεφλουδίζω, ξεφλούδισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεφλουδίζω — και ξεφλουδώ, άω 1. αφαιρώ τη φλούδα, αποφλοιώνω 2. μέσ. ξεφλουδίζομαι α) αποβάλλω τη φλούδα μου, μού βγάζουν το περίβλημα β) υφίσταμαι αποφλοίωση ή απολέπιση («ξεφλουδίστηκα από τον ήλιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + φλούδα] …   Dictionary of Greek

  • λύπη — η (AM λύπη) 1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ. β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.) 2 …   Dictionary of Greek

  • περιδρύπτω — Α 1. ξεφλουδίζω, αφαιρώ ολόγυρα τον φλοιό 2. καταξεσχίζω γύρω γύρω («ἐκ δίφροιο παρὰ τροχὸν ἐξεκυλίσθη, ἀγκῶνάς τε περιδρύφθη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δρύπτω «ξεσχίζω, ξεφλουδίζω»] …   Dictionary of Greek

  • περιλέπω — Α αφαιρώ τον φλοιό ολόγυρα, ξεφλουδίζω («τῶν δενδρέων τὸν φλοιὸν περιλέποντες», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λέπω «αφαιρώ τον φλοιό, ξεφλουδίζω»] …   Dictionary of Greek

  • περιλοπίζω — Α ξεφλουδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λοπίζω «ξεφλουδίζω»] …   Dictionary of Greek

  • περιφλοίζω — Α ξεφλουδίζω, αφαιρώ ολόγυρα τη φλούδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φλοΐζω «ξεφλουδίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προαπολεπίζω — Α ξεφλουδίζω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπολεπίζω «ξεφλουδίζω»] …   Dictionary of Greek

  • σκάλλω — ΜΑ σκάβω («σκαλλομένης τῆς περικειμένης γῆς», Γεωπ.) αρχ. μτφ. α) αναζητώ, ερευνώ («νυκτὸς μετὰ καρδίας μου ἠδολέσχουν, καὶ ἔσκαλλον τὸ πνεῡμά μου», ΠΔ) β) ενοχλώ ή ταράζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σκάλλω (< *σκαλ jω) ανάγεται στη συνεσταλμένη… …   Dictionary of Greek

  • συνεκλέπω — Α ξεφλουδίζω κάτι μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκλέπω «ξεφλουδίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”